- λαμπρυντής
- ο (Α λαμπρυντής) [λαμπρύνω]αυτός που δοξάζει, που προσδίδει αίγλη σε κάτινεοελλ.1. αυτός που κάνει κάτι να λάμπει2. στιλβωτής παπουτσιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπρυντής — bearing oneself proudly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)